- αλωπέκειος
- ἀλωπέκειος, -εία, -ειον (Α)1. αυτός που ανήκει στην αλεπού ή προέρχεται από αυτήν.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ- θ. τής λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ειος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλωπεκέων — ἀλωπέκειος of a fox fem gen pl (epic) ἀλωπέκειος of a fox masc/neut gen pl (epic) ἀλωπέκειος of a fox fem gen pl (ionic) ἀλωπέκειος of a fox masc/neut gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκέως — ἀλωπέκειος of a fox adverbial (epic doric ionic aeolic) ἀλωπέκειος of a fox masc acc pl (doric) ἀλωπέκειος of a fox adverbial (ionic) ἀλωπέκειος of a fox masc acc pl (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκῆ — ἀλωπέκειος of a fox neut nom/voc/acc pl (attic epic) ἀλωπέκειος of a fox fem nom/voc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκῶν — ἀλωπέκειος of a fox fem gen pl (attic epic) ἀλωπέκειος of a fox masc/neut gen pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπέκειον — ἀλωπέκειος of a fox masc acc sg ἀλωπέκειος of a fox neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκείου — ἀλωπέκειος of a fox masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκείῳ — ἀλωπέκειος of a fox masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκᾶς — ἀλωπέκειος of a fox fem acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκῆν — ἀλωπέκειος of a fox fem acc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκῆς — ἀλωπέκειος of a fox fem gen sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)